πρωτάγγελος

πρωτάγγελος
ὁ, ΜΑ
αυτός που πρώτος αναγγέλλει κάτι
αρχ.
ο αρχάγγελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ἄγγελος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωτάγγελος — harbinger masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτάγγελον — πρωτάγγελος harbinger masc/fem acc sg πρωτάγγελος harbinger neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωταγγέλῳ — πρωτάγγελος harbinger masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτάγγελα — πρωτάγγελος harbinger neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτάγγελε — πρωτάγγελος harbinger masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”